Μια αληθινή ιστορία από τους Γεωργουτσάτες
=======================================
--Τα περισσότερα χωριά και μοναστήρια της
Δρόπολης,συντηρούσαν για τις μεταφορικές τους ανάγκες κοπάδια με φοραδοάλογα,τα
ονομαζόμενα «αργιλέδια».
--Πρέπει
τα κοπάδια αυτά να βρέθηκαν εδώ από τα χρόνια της ίδρυσης των κοινοτήτων
και των Μονών,γιατί πως αλλιώς θα είχαν μεταφερθεί τα υλικά στις
βραχώδεις,ανηφορικές τοποθεσίες που είναι κτισμένα.
--Τα αργιλέδια, αιώνες τώρα, είχαν
εξελιχθεί σε ντόπια ράτσα.Σχημάτιζαν κανονική αγέλη με αρχηγό,γνώριζαν τα όρια
της βοσκής τους και τους τόπους που θα κατέφευγαν για να αντιμετωπίσουν τους
κινδύνους του βουνού και του καιρού.Οταν οι χειμώνες ήταν βαριοί και χιονισμένοι,μαζεύονταν
γύρω από τις καλύβες των χωριών και οι χωριανοί τους έβγαζαν μερίδιο για την
«εποχιακή» τροφή τους.Απο την άνοιξη και μετά ,όταν άρχιζαν οι κοπιαστικές
εργασίες του κάμπου,η ξύλευση για τον χειμώνα ή το κτίσιμο νέων σπιτιών,μάζευαν
όσα είχαν ανάγκη,σε συννενόηση με άλλες συγγενικές ή γειτονικές οικογένειες και
τα χρησιμοποιούσαν στις μεταφορές τους.Συνήθως έστελναν τα μεγαλύτερα παιδιά
των σπιτιών και τα κυνηγούσαν ώσπου να «στριμώξουν»σε αδιέξοδο.Τους έδεναν τα
μπροστινά πόδια και τα μάθαιναν με έτοιμη τροφή και νερό για μια – δυό ημέρες
και έτσι με ευκολία τα δάμαζαν.Το ημιάγριο κοπάδι γινόταν σχεδόν ανέξοδο
εξάρτημα των χωριάτικων αναγκών.
--Ένα από τα σημάδια ή τις τεχνικές για να
δαμαστούν τα αργιλέδια ήταν το κούρεμα
της χαίτης και της ουράς.
--Μόνο ο αρχηγός έμενε «ασύλληπτος».Ηταν το
άλογο του Μοναστηριού.Ξεχώριζε από το
υπόλοιπο κοπάδι από τη μεγάλη χαίτη και
ουρά.Εμενε όλο το καλοκαίρι ελεύθερο και μοναχικό,να ανεβοκατεβαίνει μέρα και
νύχτα το βουνό,να δροσίζεται στα κρύα νερά της «γούβας»,να σεριανάει στα
δρομάκια του χωριού.Τα παιδιά δεν το πείραζαν,όλοι παραμερούσαν για να
περάσει,με σέβας,όχι με φόβο,σαν περνούσε κάποιος επίσημος.Την ημέρα
παρατηρούσε το κοπάδι του στις δουλειές του κάμπου και επισκέπτονταν τις
φοράδες του τη νύχτα στις μάντρες ως αργά το φθινόπωρο που ξαναμαζεύονταν το
«βασίλειό του».
--Οσοι θυμούνται το τελευταίο άλογο του
Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία στους
Γεωργουτσάτες,λένε πως ήταν κανελί με άσπρα
σιρίτια κοντά στους τριχωτούς αστραγάλους,με κυματιστή χαίτη και ουρά ,που
σέρνονταν ως κάτω στη γή όταν έβοσκε και ανέμιζε στα πιλαλίσματά του.
--Καλοθρεμένο από τους υπαλλήλους και τους
καλογέρους με ξεχωριστό «ζαϊρέ»,φανταχτερό με τη χτενισμένη και λιανοψαλιδισμένη χαίτη και
ουρά,νταυραντιζμένο από τις λιγοστές δουλειές και την ανεμελια του βουνού.Του
είχαν φορεμένη λαιμαριά με μεγάλο διπλό κυπρί,να ακούγεται από μακρυά,να
γνωρίζουν που βρήσκεται το κοπάδι,να ξεχωρίζει από τα άλλα αλογα για όσους
τυχόν δεν ήξεραν ή δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν…Περνούσε το κυπρί από αρχηγό σε
αρχηγό και τον ήχο του τον είχαν ακούσει σχεδόν όλες οι γενιές των χωριανών και
τον ξεχώριζαν από τα παιδικά τους τα χρόνια.
--Δεν ήταν τελείως αδούλευτο.Η αποστολή του
ήταν οι επίσημες μεταφορές του μοναστηριού.Συνήθως μετέφερε τους παπάδες της
μονής με τα άγια λείψανα στις πανηγύρεις
των παρεκκλησίων του χωριού ή την θαυματουργή εικόνα του Προφήτη Ηλία,που είναι
ζωγραφισμένη από παλιούς Ζαγορίσιους ζωγράφους και ντυμένη με βαρύ αλπακαδένιο σκαλιστό κάλυμμα.Τη
ζητούσαν στα σπίτια όταν είχαν βαρειές
ασθένειες για μια βραδιά,για μια εβδομάδα,ως που να γίνονταν το θαύμα…Εδεναν την εικόνα στο σαμάρι δεξιά
όταν κατέβαινε,αριστερά όταν ανέβαινε από και προς το Μοναστήρι να βλέπει προς
την μεριά της γούβας, <<προς τας ανατολάς>>….
--Ακουγόνταν το κυπρί στα δρομάκια του
χωριού και όλοι καταλάβαιναν πως ήρθε η θαυματουργή εικόνα.Σταυροκοπιόταν στα
σπίτια,τις αυλές και τους δρόμους και συμπροσεύχονταν με τους ασθενούντες…Το
χειμώνα που κατέβαιναν οι καλόγεροι στο καστρόσπιτο του Μετοχιού,πάνω από το
χωριό ,πάλι με το άλογο μετέφεραν τα ιερά κειμήλια.Τότε οι επισκέψεις του ήταν
τακτικότερες στο χωριό γιατί η αγέλη
κατέβαινε προς τα κάτω για βοσκή.Ακούγονταν μέσα στη νύχτα στα σοκάκια το
χλιμίντρισμα,τα πέταλα και το κυπρί,κυρίως όταν το κοπάδι είχε ανάγκη από
τροφή,τώρα που οι φοράδες θήλαζαν τα πουλαράκια τους.
--Χειμώνα,καλοκαίρι ,όταν τις νύχτες
ακούγονταν το άλογο του Μοναστηριού στους
δρόμους,άρχιζαν οι γιαγιάδες τις ιστορίες για το Μοναστήρι και τον Αϊ
Λιά,για τα χωράφια του και τα πανηγύρια του,για τα θαύματά του.’Ελεγαν «περνάει
ο Αϊ Λιάς καβάλα στο άλογό του»…Πολλοί έλεγαν πως Τον είχαν δεί κιόλας…Περνούσε
έτσι από γενιά σε γενιά η ιστορία του Μοναστηριού,θυμόταν σε ανύποπτο χρόνο την
προσωπική τους σχέση με το θαύμα και τον Αϊ Λιά τους…Με τέτοιες αφορμές
ανηφόριζαν την άλλη μέρα στο βουνό να ανάψουν ένα κεράκι στη χάρη Του,να
καθαρίσουν λίγο τον τόπο όταν το Μοναστήρι είχε μείνει έρημο….
=========================
Β’
--Για μια εικοσαετία σχεδόν,από το 1918 ως
το 1937,τα χρόνια της εκκλησιαστικής αναταραχής στον τόπο μας,το Μοναστήρι είχε
παρακμάσει.Με δυσκολία μάζευαν οι επίτροποι ελάχιστα χρέη από τα πολλά κτήματά του.Μια φωτιά,γύρω
στα 1925 ,είχε κάψει το κεντρικό συγκρότημα με το ηγουμενείο και την πλούσια
βιβλιοθήκη του.Μόνη περιουσία που του απέμεινε σε ζωντανά ήταν τα
αργιλέδια,αλλά αυτά ποτέ δεν απέφεραν εισόδημα.’Ενας υπάλληλος ,που είχε
απομείνει στο Μοναστήρι,φρόντιζε το άλογο.’Ηταν ο μόνος που μπορούσε να το
πλησιάσει άφοβα.
………………………………………………………..
--Μετά τον μεγάλο πόλεμο άλλαξε και το
πολιτικό σύστημα….Ο Δροπολίτης ζευγάς πέρασε από τον αγά στον
συνεταιρισμό.’Αρχισαν οι κρατικοποιήσεις.Τα κτήματα του Μοναστηριού ήταν από τα
πρώτα που πέρασαν στον «Λαό».Τα αργιλέδια
πέρασαν στον στρατό και τις ανάγκες του συνεταιρισμού,κάτα κάποιον τρόπο
σταυλίστηκαν.Κάποιος στρατωτικός κτηνίατρος
είπε για το «άλογο»,ότι σαν παλιός αρχηγός που είναι και ο κυρίως
επιβήτορας της αγέλης είναι καλό να μην
παραδουλεύει και τα πράγματα παρέμειναν γιαυτό «όπως ήταν». Τώρα η χαίτη και η
ουρά του είχαν βρωμήσει και τσιμπουριάσει,αγρίεψε και λιγάκι…Κρατούσε όμως την
αρχοντιά του και το κυπρί δεν μπόρεσε να του το βγάλει κανένας…’Εμενε εκεί στο
λαιμό του σύμβολο και κορώνα…Ανέβαινε, κατέβαινε στο βουνό ,περνούσε τα βράδια
στους δρόμους του χωριού και στο άκουσμά
του όλο και ακούγονταν ιστορίες…
……….Το άλογο του Μοναστηριού……το άλογο του
Αϊ Λιά……..
--‘Ηρθε το 1967.Η προπαγάνδα κατά της
θρησκείας οργίασε. «Η πνευματική ασφυξία» … «Το όπιο του Λαού»….
--Σταμάτησαν τα σταυροκοπήματα και οι
αναφορές στα του Θεού….Παραδόσεις αιώνων χαρακτηρίστηκαν αντιδραστικές και
παράνομες.Τα εικονόσματα ξεκρεμάστηκαν,τα καντήλια έσβησαν,οι Εκκλησίες έγιναν
σταύλοι και αποθήκες.Στο Μοναστήρι από χρόνια πρίν είχε εγκατασταθεί στρατός.
--Οι μανάδες Και οι γιαγιάδες άναβαν «στη χάση και στην
φέξη»,το καντηλάκι μέσα στ’ απόμερα
ντουλάπια του σπιτιού.Αν τύχαινε να περάσουν από κανα παλιό εικόνισμα
,γκρεμισμένο,έκαναν τον Σταυρό κουλουριαστά – κρυφά – κι αν το είχαν προμελετίσει
με χίλιες προφυλάξεις άναβαν κι ένα σπιτίσιο κεράκι.’Εβαφαν και δυό –τρία
κόκκινα αυγά την Πασχαλιά,κι από το
γινάτι πέταγαν τα τσόφλια στους δρόμους , για να τα δούν ‘’εκείνοι’’…..
--Θαύμασαν οι Χειμαριώτες κάποτε στα 1970
όταν βρήκαν στο γήπεδό τους ,μετά από αγώνα με τον «ΣΥΝΟΡΙΑΚΟ»
Γεωργουτσατών,κόκκινα τσόφλια από αυγά …
--Το άλογο κατέβαινε τις νύχτες στο
χωριό.Αδάμαστο,αγριεμένο,συλλογισμένο…Τι απέγινε το βασίλειό του και ο κόσμος
του και ο κόσμος που ανηφόριζε στο Μοναστήρι….Χλιμίντριζε,τιναζόταν και ακουγόταν το κυπρί μέσα στα
σπίτια.Κωδωνας συναγερμού;Καμπάνα αναστάσιμη;Σκιρτούσαν τα σπλάχνα και οι
καρδιές στο άκουσμά του και κοφτές
κουβέντες σιγοψιθηρίζονταν :
‘Αϊ-Λιάς-Μοναστήρι-θαύμα-κερί-καντήλι-Σταυρός-εικόνισμα…
--Σςςς «Να μην ακούσουν τα παιδιά
χαθήκαμε».
--Χαθήκαμε από τα παιδιά!Χάθηκε η
οικογένεια!
--Στα κόκκινα τσόφλια και τα αποκέρια στα
παλιά εικονίσματα , προστέθηκε, από τα
κομματικά όργανα, και το άλογο του Μοναστηριού «στα σύμβολα της αντίδρασης» τα
ριζωμένα μέσα στον λαό και που έπρεπε να «ξεριζωθούν».
--«Είναι σύμβολο της αντίδρασης,είναι το
άλογο του Μοναστηριού,το κυπρί του εκπέμπει αντιδραστικούς ήχους,δεν προσφέρει
τίποτε,είναι και γερασμένο.Πρέπει να συλληφθεί και να συμμορφωθεί ή αλλιώς να
εκτελεστεί».Αυτή ήταν η απόφαση των «νταήδων» της κοπερατίβας μεταξύ καφέ και
ρακιού στα «κλούμπια» (καφενεία) της πιάτσας και από τότε παραφύλαγαν για την
ευκαιρεία.
--‘Ηταν
άνοιξη προς το καλοκαίρι του 1968.Το άλογο έβοσκε γύρω από τα ερείπια
του παλιού μοναστηριακού μετοχίου.Αγνάντευε περήφανο το χωριό και τον κάμπο και
κουδούνιζε παιχνιδιάρικα το κυπρί του.Κάποιο μάτι το είδε από την πιάτσα…και
τότε έπεσε το σύνθημα για να το κυνηγήσουν.Τρέξε από εδώ – τρέξε από εκεί ,
κατηφόρισε προς τον κάμπο…Φωνές , βρισιές, «να το στρμώξουμε εδώ να το
στριμώξουμε εκεί….».Ανασηκώθηκαν οι γυναίκες από τις δουλειές στα χωράφια ,
βγήκαν οι άντρες από τα εργαστήρια και τα καφενεία.Σχόλια και κουβέντες παντού
και μασημένες λέξεις : Μοναστήρι – ΑϊΛιάς….’’ Εδωσαν και΄πήραν’’ οι
παληκαράδες,κουράστηκαν , ίδρωσαν , άρχισαν να γίνονται και λίγο γελοίοι με τις φωνές και τις κινήσεις τους.Σάν είδαν
ότι δεν γίνεται τίποτε ,εκνευρισμένοι πήραν επί τόπου την απόφαση : «είναι
επικίνδυνο για την σωματική και την πνευματική ακεραιότητα του λαού.Πρέπει να εκτελεστεί».
--Το άλογο αποκαμωμένο από το τρέξιμο
γυρόφερνε στην τοποθεσία του κάμπου που λέγετε ‘’τσερεμέκια’’ .Κοίταζε κατά το
βουνό (σαν να περίμενε κάποια βοήθεια από το Μοναστήρι),κοίταζε προς την πιάτσα
από εκεί που έρχονταν ο κίνδυνος,έσκυβε απελπισμένα σαν να ήθελε να βοσκήσει και το κυπρί του ‘’ λιανοακούγονταν ‘’ …….Τέλος
το πλησίασαν ήρεμα δυό-τρείς παληκαράδες με ένα μονόκανο κυνηγετικό όπλο ντόπιας
κατασκευής. Ο ‘’εκτελεστής’’ φορούσε στραβά το καπέλο, είχε λοξά το τσιγάρο στα
χείλη και με λοξές ματιές ‘’ζύγιαζε’’ τον τόπο και την στιγμή….Πλησίασε
μόνος του….Πλησίασε πολύ κοντά σε απόσταση κανονικής εκτέλεσης .’Εβαλε
παραμάσχαλα το όπλο,έφτυσε και έτριψε τις παλάμες του ,με ύφος στέριωσε το όπλο
στον ώμο και σημάδεψε.
--Το άλογο στάθηκε απέναντί του και τον
κοίταζε με τα μεγάλα μάτια του.Δέν αντέδρασε καθόλου.Τίναξε μια φορά το κεφάλι
γυρίζοντας το βλέμα του τώρα προς το Μοναστήρι και ακούστηκε το κυπρί.Τότε
έπεσε και ο πυροβολισμός......….Οι γυναίκες έσκυψαν στις δουλειές του κάμπου ‘’
βουβαμένες ‘’ .Οι άντρες γύρισαν στα εργαστήρια και τα εργαλεία τους.Τα σφυριά και τα σκεπάρια είχαν χάσει για λίγο
τον ρυθμό τους……
--Οι ‘’ κυνηγοί ‘’ ,μετά από μια σύντομη
αυτοψία γύρισαν στο ‘’ κλούμπι ‘’ .Μεταξύ ρακιού και καφέ πάλι ,άρχισε η
συζήτηση…τα από εδώ και τα από εκεί και τα λοιπά γνωστά των κυνηγητικών ‘’ άθλων ‘’.Είπαν σε κάποιον να ειδοποιήσει τον
τρακτορίστα να τραβήξει το ψοφήμι και να
το πετάξει πίσω στον ‘’μέγα λάκο’’,να μη
μυρίσει στο χωριό.
--Ως το σούρουπο πολλοί ήταν οι περίεργοι
που πήγαν να δούν το ‘’κουφάρι’’.Ο μυλωνάς καθυστέρησε λίγο στην δουλειά και
πήγε τελευταίος.Με προσεκτικές κινήσεις
χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανένα έσκυψε , έβγαλε την λαιμαριά με το
κυπρί και την παράχωσε στο δισάκι
του.’Οταν έφθασε στο σπίτι είπε στην γυναίκα και το παιδί του να κατέβουν στο
‘’κατώϊ ‘’.Εκεί άνοιξε το παλιό ‘’ σεπέτι ‘’ έβαλε στον πάτο από τα άλλα
αντικείμενα που ήταν μέσα το κυπρί και
τους εξήγησε με κάτι μισόλογα ότι θα παραμείνει εκεί ως που να του έρθει ο καιρός…
-- «’Αχρη καιρού» όπως λένε και οι
καλόγεροι.
ΙΟΥΛΙΟΣ
2010
ΦΙΛΙΠΠΟΣ
Π. ΓΙΩΒΑΝΝΗΣ
-----Υ.Γ. Η ιστορία αυτή είναι αληθινή.Το πρώτο μέρος
της το άκουσα παιδί από τους μεγάλους τα χειμωνιάτικα βράδια.Το δεύτερο μέρος
το άκουσα από αυτόπτες μάρτυρες μετά το 1991.Κάθησα και την έγραψα για τα
παιδιά του χωριού μου – για τα παιδιά της Δρόπολης ,για τα παιδιά που παίζουν
τα κρύα απογεύματα του χειμώνα στη πλατεία του ΑϊΓιώργη.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα του Αργυροκάστρου « Λαϊκό Βήμα» 15-31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011.
--
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου